βίος και έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.
Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1908. Ο πατέρας του ήταν φαρμακοποιός και η μητέρα του δασκάλα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών συνέταξε μια Παγκόσμια Γεωγραφία που εγκρίθηκε αρχικά από το Υπουργείο Παιδείας, η έγκριση ωστόσο ανακλήθηκε όταν έγινε γνωστή η ηλικία του. Τότε άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα. Το 1926 έφυγε για σπουδές oπτικής και φαρμακευτικής στο Παρίσι. Από 1928 ως το 1929 σπούδασε Φαρμακευτική και Βοτανική στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και από το 1930 ως το 1955 ανέλαβε το φαρμακείο του πατέρα του, που έγινε ένα από τα γνωστότερα λογοτεχνικά στέκια της πόλης. Από το 1953 και ως το 1969 εργάστηκε ως ιατρικός επισκέπτης. Το 1933 επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιο Όρος (ώς το θάνατό του ξαναπήγε ενενηντατρείς φορές), όπου ξεκίνησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική.
Γύρω στο 1967 ξεκίνησε η σταδιακή ψυχική απομάκρυνσή του από τα εγκόσμια και η καθημερινή του ενασχόληση με τον “Συναξαριστή” του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, που κράτησε ως το τέλος της ζωής του και σημάδεψε την μετέπειτα καλλιτεχνική του παραγωγή. Ταξίδεψε στην Ολλανδία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο, την Αγγλία και το Στρασβούργο, (1986 και 1989). Ως ζωγράφος πήρε μέρος σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και του εξωτερικού . Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1934 με το μυθιστόρημα “Ανδρέας Δημακούδης (ένας νέος μονάχος)”.
Το λογοτεχνικό έργο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη εντάσσεται τυπικά στη γενιά του ’30 και μάλιστα ανάμεσα στους πρωτοπόρους συγγραφείς που εισηγήθηκαν τη συνειρμική γραφή υπό την επίδραση του μοντερνισμού στη νεοελληνική πεζογραφία. Διαχωρίζεται ωστόσο από τους συγχρόνους του, κυρίως λόγω της έντασης με την οποία οικειοποιήθηκε και αξιοποίησε τόσο τα σύγχρονά του λογοτεχνικά ρεύματα, όσο και την παράδοση της νεοελληνικής πεζογραφίας στο πλαίσιο της ορθοδοξίας (όπως αυτή καλλιεργήθηκε κυρίως από τον Παπαδιαμάντη). Κάποια από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του πολύμορφου έργου του είναι η ευρεία θεματική του (που πηγάζει από ιστορικά, γεωγραφικά, λογοτεχνικά, θρησκευτικά και άλλα συμφραζόμενα), η συχνή χρήση του εσωτερικού μονολόγου και της μεταφοράς με παραπομπές στη βυζαντινή εικαστική τέχνη, η θρησκευτική προσήλωση και η μεγάλη αγάπη του για τη γενέτειρά του. Πέθανε από καρδιακή ανακοπή το 1993.
Ο ίδιοα αυτοβιογραφήθηκε ως εξής : « Εξ αρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Tα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Aυτό άλλωστε μ’ έκανε ολοένα και φανατικότερο υπηρέτη και μιμητή των Βυζαντινών συγγραφέων. Aπό το 1967 καθημερινά εργάζομαι πάνω στο συναξαριστή του Aγίου Nικοδήμου του Aγιορείτου. Έκανα μια μικρή, μεσαία και μεγάλη περίληψη του Συναξαριστή. Aπό τότε μέχρι σήμερα, ό,τι κι αν επιχειρώ να γράψω, βασίζεται στην αριθμητική και ψηφαριθμητική επεξεργασία του συναξαρίου της ημέρας. Tα βιβλία μου που κυκλοφόρησαν είναι: Ο “Aνδρέας Δημακούδης”, το πρώτο μου μυθιστόρημα, στο οποίο δίνεται μια εικόνα της ερωτικής απαλλοτριώσεως του εγώ. Στον “Πεθαμένο και ανάσταση”, το απαλλοτριωμένο και νεκρό εγώ ανασταίνεται χάρις σε στοιχεία επαφής με τον τόπο. Aρχινώ ταυτόχρονα τότε να καταγίνομαι με τη ζωγραφική. Mε τον Στρατή Δούκα, τον Παπαλουκά και τον Xατζηκυριάκο-Γκίκα, διδασκόμενος. Στην ποιητική συλλογή “Eικόνες” το νόημα αποδίδεται με τη φράση: “H αγάπη πρέπει να μας μάθει και τα κόπρανα ν’ αγαπάμε του άλλου”. H “Πραγματογνωσία”, περιγράφει τα γεγονότα ενός γάμου, μιας πεντάμορφης νεαράς κόρης, μ’ έναν σαραβαλιασμένο, με το ‘να πόδι ξύλινο, ναυτικό.
H “Aρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής” είναι μια προσπάθεια μνημικής ταύτισης ζώντων και νεκρών. Tο “Mυθιστόρημα της Kυρίας Έρσης” γράφτηκε όταν είχα πια παντρευτεί. Συλλογή διηγημάτων αποτελεί η “Συνοδεία”· η “Mητέρα Θεσσαλονίκη”, είναι κείμενα σε πεζό, με κέντρο την αγάπη μου για την πόλη που γεννήθηκα και ζω. Tο “Προς εκκλησιασμό” είναι μια σειρά ομιλιών, χαρακτηριστική της προσπάθειάς μου για ένταξη στην εκκλησία. Σε ανάλογο επίπεδο, όχι όμως θεωρητικό, κινούνται οι “Σημειώσεις εκατό ημερών” και τα “Oμιλήματα”. Στο “Aρχείον” που είναι ένα βιβλίο εμμέσου έρωτος, η έννοια του χρόνου καταλύεται και οριστικά θεμελιώνεται η εσωτερική μου μυθολογία. Mια εικόνα μυθολογικής αντιλήψεως είναι τέλος το βιβλίο μου, “Πόλεως και Nομού Δράμας παραμυθία ».